Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

για φαντάσου...

Το αδιανόητο έχει όνομα, ημερομηνία και μπορεί να περιγραφεί πλήρως. Είναι μια σφήνα στη ροή. Εκτρέπει τη λογική σε παράπλευρο δρόμο και τη βαλσαμώνει μέχρι να τελειώσει η προβολή του παράλογου. Μετά την επαναφέρει αλλοτριωμένη. Έχει επεκτείνει τα όριά της και αγκαλιάζει ορίζοντες χώρων που έστεκαν έξω από την επικράτειά της. Εγκολπώνει πλέον και το ανήκουστο. Αποδοχή...γεωλογικοί αιώνες εξελικτικών πιέσεων...χάσκουνε τα βάραθρα και την επόμενη στιγμή έχουνε γεφυρωθεί...
...το λένε “άμυνες”

...είδα την αδερφή μου να κατεβαίνει στο χώμα. Ξημέρωσε...και πάλι, και πάλι...το ίδιο...το θέατρο του παραλόγου έχει ένα μαντρότοιχο...σκαρφαλώνω να δω τι συμβαίνει στη μέσα πλευρά. Στέκομαι δίπλα στο φέρετρο που κείται μια ξένη. Μόλις που την άγγιξα. Δε νιώθω πόνο, τίποτα. Να τελειώσει μόνο, να επιστρέψω στη ροή. Το παραδέχομαι, μοιάζει με την πραγματικότητα, αλλά λογικά είναι κάτι...παράπλευρο...δύσκολο διήμερο...ευτυχώς πέρασε...δάκρυα?...ναι...υποψία δακρύων...κάποιες στιγμές...υπό ελαφρά πίεση...σ΄ εκείνη τη μεγάλη βόλτα έχοντας πλάι μου τη θάλασσα...πέντε μαύροι γλάροι...(πέντε? μαύροι?)...στην επιστροφή, ένας απ΄ αυτούς εγκατέλειψε την τελευταία στιγμή το κάγκελο...(υπάρχουν μαύροι γλάροι?)

...εκείνα τα πεζούλια που κατεβαίνουνε στη θάλασσα βρέχονται χιλιάδες αιώνες τώρα από την αρμύρα...τα΄ χε πλακώσει κι αυτά το χιόνι, το σάβανο...τα ξεχιόνισε ο ήλιος που φεγγοβόλαγε πάνω στο μουσαμά της βάρκας στ΄ ανοιχτά...το κοριτσάκι με το σκυλί έπαιζε στην άμμο...έφυγε ο χειμώνας, πήρε ό,τι πήρε μαζί του κι έφυγε...ανοιξιάτικοι περίπατοι στο Φάρο...

...γιατί?

1 σχόλιο:

anonymos είπε...

ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ

Κρυφά, βουβά τα δάκρυα του καημού
στέγνωσαν στα χλωμά τα μάγουλά μου
και στάθηκα το νόημα του χαμού
ζητώντας άθελά μου.

Και στάθηκα ρωτώντας το γιατί
στα πλούσια, στα περήφανα στολίδια
κ’ είπα, νάταν η αγάπη τάχα αυτή;
η ζωή μην ήταν η ίδια;

Και στάθηκα ρωτώντας το γιατί
εκεί που άλλοτε η νειότη μου ευωδούσε
κι’ άκουσα μια φωνή, μια βαρετή
φωνή που προβοδούσε.

Κ’ έμεινα εκεί στημένη, ως που σιγά
το ρώτημα σε γέλιο απολιθώθη
και το βαθύ σκοτάδι που σιγά
στα μάτια μου καρφώθη.

Καμμιά φωνή δε φτάνει απ’ τα πολλά
τα δυνατά πριν ’πο μένα πήγαν.
Οι γνωστικοί με κύτταξαν καλά
κ’ είπαν πως είμαι φάντασμα και φύγαν.

Στίχοι Mαρία Πολυδούρη